- συνεργάσιμος
- -η, -ο, Ν [συνεργασία]αυτός με τον οποίο μπορεί κανείς να συνεργαστεί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνεργάσιμος — η, ο αυτός που δείχνει πνεύμα συνεργασίας, που συνεργάζεται εύκολα με τους άλλους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)